- συμβουλεύονται
- συμβουλεύωadvisepres ind mp 3rd plσυμβουλεύωadvisepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek
συμβουλεύοντ' — συμβουλεύοντα , συμβουλεύω advise pres part act neut nom/voc/acc pl συμβουλεύοντα , συμβουλεύω advise pres part act masc acc sg συμβουλεύοντα , συμβουλεύω advise pres part act neut nom/voc/acc pl συμβουλεύοντα , συμβουλεύω advise pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο … Dictionary of Greek
χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… … Dictionary of Greek
Επιτροπή των Περιφερειών — Συμβουλευτικό όργανο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει 222 μέλη που διορίζονται ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ύστερα από πρόταση των κρατών μελών. Η θητεία τους… … Dictionary of Greek
Μπενίν — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α με τη Νιγηρία, στα Β με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με την Μπουρκίνα Φάσο και στα Δ με το Τόγκο. Βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας.Γαλλική αποικία έως το 1960, ανέκτησε την ανεξαρτησία της με την ονομασία… … Dictionary of Greek
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — (ΟΚΕ). Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Τα μέλη εκπροσωπούν τους διάφορους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των κρατών μελών και διορίζονται για 4 έτη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με πρόταση των… … Dictionary of Greek
Πέτερσεν, Πέτερ — (Petersen, Γκροσενβίχε, Φλένσμπουργκ 1884 – Ιένα 1952). Γερμανός παιδαγωγός. Καθηγητής της παιδαγωγικής· οφείλει τη φήμη του στο σχέδιο της Ιένας (1927) που απόβλεπε στη δημιουργία ενός σχολείου που να είναι πραγματική κοινότης ζωής. Οι θεωρίες… … Dictionary of Greek
Σιρέ, Ιωάννης - Βαπτιστής — (Sirey). Γάλλος νομομαθής και συγγραφέας (Σαρλά 1762 Λιμόζη 1845). Με την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης προσχώρησε σ’ αυτήν και στη συνέχεια έγινε μέλος του Ανώτατου Επαναστατικού Δικαστήριου. Έγραψε το σπουδαίο έργο Συλλογή νόμων και… … Dictionary of Greek